- δουλόσυνος
- δουλόσυνοςenslavedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουλόσυνος — δουλόσυνος, ον (AM) μσν. δουλικός αρχ. υπόδουλος, υποταγμένος … Dictionary of Greek